- εγγύηση
- (Νομ.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στο αστικό δίκαιο η σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου, με την οποία ένα πρόσωπο, ο εγγυητής, αναλαμβάνει την ευθύνη απέναντι στον δανειστή ότι θα του καταβληθεί η μελλοντική οφειλή ή εκείνη που ήδη υπάρχει ή εκείνη που είναι υπό αίρεση. Η ευθύνη καλύπτει ολόκληρη την κύρια οφειλή, που υπάρχει κάθε φορά, όχι όμως και τις παρεπόμενες παροχές που είχαν γεννηθεί κατά τον χρόνο της ε., εκτός αν ο εγγυητής γνώριζε την ύπαρξή τους. Η ε. προϋποθέτει γενικά έγκυρη κύρια οφειλή, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις. Ο εγγυητής έχει δικαίωμα να ζητήσει ασφάλεια από τον πρωτοφειλέτη. Μπορεί επίσης να ζητήσει από τον δανειστή να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του οφειλέτη, πριν καταβάλει ο ίδιος την οφειλή, πράγμα που συνάγεται από τον παρεπόμενο χαρακτήρα της ε. έναντι της κύριας σύμβασης. Μετά την καταβολή του χρέους από τον εγγυητή, ο τελευταίος αποκτά τα δικαιώματα του δανειστή κατά του πρωτοφειλέτη. Ο εγγυητής απαλλάσσεται από την ευθύνη σε περίπτωση απόσβεσης της κύριας οφειλής ή αδυναμίας καταβολής της.
Η ε. μπορεί να ενισχυθεί με τη σύναψη συμβάσεων μετεγγύησης (μεταξύ δανειστή και δεύτερου εγγυητή που εξασφαλίζει την αρχική ε.) ή αντεγγύησης (νέα σύμβαση παροχής εμπράγματης ασφάλειας από μέρους του πρωτοφειλέτη ή προσφορά νέου εγγυητή που ασφαλίζει τον αρχικό εγγυητή κατά του πρωτοφειλέτη). Στη σύγχρονη εμπορική πρακτική είναι σε χρήση η παροχή ε. με απλή εγγυητική επιστολή ενός τρίτου προς τον πιστωτή· η αποδοχή της εγγυητικής επιστολής (π.χ. από κάποια τράπεζα) γίνεται και σιωπηρά. Σχετικός είναι και ο θεσμός της τριτεγγύησης στις συναλλαγματικές. Πολυάριθμες είναι επίσης οι περιπτώσεις νόμιμης ε. καθώς και δικαστικής ως προπαρασκευαστικού μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης, οπότε γίνεται κατάθεση (μετρητών ή και τίτλων, εγγυητικής επιστολής τράπεζας, πιστοποιητικού εγγραφής υποθήκης) στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.
Η ε. στην ποινική δικονομία προβλέπεται ως όρος για την απόλυση προφυλακισμένων. Δεν είναι υποχρεωτική, αλλά στην πράξη έχει καθιερωθεί ως υποχρεωτική. Σκοπός της είναι να εξασφαλιστεί η παράσταση του απολυόμενου στην ανάκριση ή στο δικαστήριο (όταν καλείται), η τήρηση των περιοριστικών όρων που του επιβάλλονται με την απόλυση, και η υποβολή του στην εκτέλεση της τυχόν καταδικαστικής απόφασης εναντίον του.
* * *η (AM ἐγγύησις) [εγγυώ]χρηματικό ποσό ή άλλη εξασφάλιση που δίνει κάποιος για υποχρέωση που αναλαμβάνειαρχ.1. η πράξη τού εγγυώμαι*2. μνηστεία.
Dictionary of Greek. 2013.